αλλακτικη

αλλακτικη
    ἀλλακτική
     (sc. τέχνη) искусство обмена, мена, меновая торговля Plat.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "αλλακτικη" в других словарях:

  • ἀλλακτική — ἀλλακτικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλλακτικός — ή, ό (ΑΜ ἀλλακτικός, ή, όν) [ἀλλάσσω] ο σχετικός με την αλλαγή ή την ανταλλαγή ή ο κατάλληλος γι αυτήν νεοελλ. (το ουδέτερο στον πληθυντικό ως ουσιαστικό) τα αλλακτικά ή χτικά το ποσοστό που κρατείται για την αλλαγή νομισμάτων, χρεωγράφων,… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»